Τρίτη 10 Μαρτίου 2009
Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2009
Squarepusher - Just A Souvenir: Τέχνη για την τέχνη
Στην ταινία Matrix οι μηχανές ξεπάστρεψαν σχεδόν όλη την ανθρωπότητα. Στο Terminator ένας Αυστριακός τενεκές προσπαθούσε να στείλει το ανθρώπινο γένος στον άλλο κόσμο. Μα γιατί τέτοιο μένος; Γιατί τόσα καταπιεσμένα αισθήματα μέσα σε αθώα μικροκυκλώματα; Ίσως όλα αυτά να οδηγούν πίσω στις μέρες μας, σε έναν ύπουλο, τρελό μάγο της ηλεκτρονικής μουσικής ∙ τον Tom Jenkinson (ή αλλιώς Squarepusher). Υπάρχουν αρκετοί λόγοι... Διαφωτιστική είναι η παραδοχή του ίδιου ∙ το ενδιαφέρον που τρέφει να εξωθεί στα όρια τα μηχανήματα που χρησιμοποιεί. Ίσως γιατί ταλαιπωρεί άκακα ηλεκτρονικά στοιχεία πάνω σε πλακέτες μέχρι να γίνουν τέχνη; Ή μήπως πηγαινοέρχεται μέσα σε ηλεκτρονικό δίκτυο χτυπώντας τους τοίχους με ηλεκτρικό μπάσο. Σε κάποια συνέντευξη περιέγραφε πως μετέτρεψε ένα ανυποψίαστο drum machine σε granular Synthesis, παρά τη θέληση του κατασκευαστή. Λίγα κλικ πάνω στην προσωπική κονσόλα σύνθεσης αποκαλύπτουν βασικές δομικές κατασκευές όπως συνημιτονοειδείς συναρτήσεις και πύλες XOR. Με τόση κακομεταχείριση, οι μηχανές δεν έχουν άδικο αν μας κρατούν μούτρα.
Ο Tom «Squarepusher» Jenkinson (ή Duke of Harringay, ένα άλλο καλλιτεχνικό ψευδώνυμο) είναι ένας μοναδικός μουσικός. Ο ήχος του, αν και έχει καταβολές στο drum & bass δύσκολα μπορεί να περιγραφτεί με μία μόνο ταμπέλα. Στη σχετικά μεγάλη δισκογραφική του δουλειά έχει δώσει χαρακτηριστικά δείγματα πρωτοτυπίας. Όχι μόνο αναφορικά με το drum & bass (πιστεύω πως ο Jenkinson έχει κάνει σχεδόν τα πάντα σε επίπεδο drum programming), αλλά γενικά σαν μουσικός. Με τα «ηχητικά» πειράματά του, ένα πάζλ ετερόκλητων επιρροών, κατάφερε να επεκτείνει τα όρια της ηλεκτρονική μουσική. Διεύρυνε τόσο πολύ τους τρόπους έκφρασής της, ώστε να καταστεί πλέον δύσκολος ο διαχωρισμός από άλλα είδη (όπως για παράδειγμα από τη jazz). Το 1997 με το δίσκο Hard Normal Daddy κατασκεύασε ένα αμάλγαμα jazz και ηλεκτρονικής μουσικής με έναν τρόπο που δεν είχε ξαναγίνει. Το 1998 ήρθε και η επίσημη αναγνώριση με το άλμπουμ «Music Is Rotted One Note» το οποίο έλαβε εξαιρετικές κριτικές. Στο δίσκο αυτό ο δεξιοτέχνης μπασίστας και πολυμουσικός Jenkinson, σαμπλάρει τον εαυτό του. Παίζει κρουστά, μπάσο και πλήκτρα ενώ ουσιαστικά αναλαμβάνει τα καθήκοντα ενός ολόκληρου συγκροτήματος. Με το Go Plastic (2001) και το single «My Red Hot Car» πλησίασε όσο ποτέ άλλοτε σε mainstream επιτυχία. Φαίνεται σχεδόν φυσικό ένας τέτοιος μουσικός να μην απουσιάζει από το δυναμικό της ανεξάρτητης και πλέον πρωτοπόρας Warp Records, που έφερε στο φως ορισμένους από τους πιο παραγωγικούς και αξιόλογους καλλιτέχνες της ηλεκτρονικής μουσικής.
Ο νέος δίσκος «Just a souvenir» προέκυψε (σύμφωνα με την περιγραφή του Jenkinson) από το όραμα μίας «διαστρικής υπερμπάντας», κάπου μεταξύ του 2007 και 2008. Εν ολίγοις είναι ένας φόρος τιμής–ενθύμιο του Jenkison στη μεγαλύτερη μουσική παράσταση που παρευρέθη ποτέ. Αν ήταν όντως παρόν ή αν έπαθε επιληπτικό επεισόδιο μετά από 24ωρη συνεχή παρακολούθηση κινουμένων σχεδίων Manga, είναι ένα θέμα…Από την περιγραφή του (μπορείτε να τη βρείτε στο squarepusher.net) το όλο σκηνικό μοιάζει σαν μία από εκείνες τις στιγμές της ζωής που μας στιγματίζουν για πάντα… Έπεσα από τις σκάλες, είδα το Χριστό φαντάρο και όταν συνήλθα ήξερα ότι πρέπει να γράψω το επόμενο αριστούργημα. Πράγματι είναι γενναία η προσπάθεια να ανακαλέσει την λαμπρότητα των όσων συνέβησαν (υπερβολικά πολλά για τον εγκέφαλο ενός κοινού θνητού…). Η όλη όμως προσπάθεια ακούγεται κάπως ανεπαρκής στο αυτί. Για ένα σχήμα άλλωστε που έχει drummer Εσκιμώο, κιθαρίστα που μπορεί να αλλάζει τη ροή του χρόνου, μέλη του συγκροτήματος να κάνουν kayak και τα drums να αλλάζουν απότομα θέσεις μεταξύ τους.
Καταρχήν να πούμε ότι ο δίσκος «Just a souvenir» είναι ένα concept album με αδιαμφισβήτητο jazz ύφος. Το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου αποτελεί την προσωπική εκδοχή του Jenkison για την jazz fusion, επεξεργασμένη με κλασικές κιθάρες, math rock και funk ηχογραφήσεις. Απλά η jazz εδώ δεν ερμηνεύεται με τον παραδοσιακό τρόπο παιξίματος. Βέβαια αυτό μπορούμε να πούμε για πολλά κομμάτια που έχει δώσει ο Jenkison έως σήμερα. Το Just a souvenir είναι όμως ο πρώτος δίσκος όπου η jazz δεν αποτελεί μόνο μέθοδο, άλλα είναι σκοπός. Οι ήχοι είναι πιο ακουστικοί από ποτέ, ενώ οι ηλεκτρονικές ηχητικές παρεμβολές και το μοντάρισμα είναι πιο ραφινάτα και έξυπνα. Αντικατοπτρίζει πολύ καλά όσα μας αρέσουν στον Jenkison σαν καλλιτέχνη. Καλή παραγωγή, πρωτότυπη σύνθεση, επιδέξια εκτέλεση των ακουστικών χωρίων και υψηλή αισθητική αντάξια μόνο ενός «Squarepusher». Ιδιαίτερες εκπλήξεις δεν υπάρχουν. Συνεχίζει να εξελίσσεται (όπως κάθε πραγματικός μουσικός) στους πειραματισμούς του με περίτεχνους αυτοσχεδιασμούς από ακομπανιαμέντα ακουστικών οργάνων (κυρίως με το custom-made εξάχορδο μπάσο) και κρουστών που αβίαστα εναλλάσσονται μεταξύ οργανικών και ψηφιακών. Ένα από τα λίγα νέα πράγματα στο Just A Souvenir είναι ένα στοιχείο πρώιμης garage rock με μετατροπέα φωνής-σήματος (vocoder). Από όλη τη δισκογραφία του Jenkison ο νέος δίσκος μοιάζει περισσότερο στο Hard Normal Daddy με το «υπερηχητικό» drum and bass χαρακτήρα του. Πράγματι αυτή η δουλειά μπορεί να χαρακτηριστεί υπερκινητική, υπερδραστήρια και με γρήγορες εναλλαγές από το ένα απίστευτο μουσικό κατασκεύασμα στο άλλο. Αρκετές φορές όμως οι περίτεχνες υπερβολές (για χάρη της τέχνης πάντα…) παίρνουν τη θέση της αισθητικής με ένα τρόπο που ο κοινός θνητός θέλει να ανοίξει το κρανίο και να πετάξει τα «μετριότατα» μυαλά του στον τοίχο. Από πολλούς καλλιτέχνες ο Squarepusher συνεχίζει να έχει μία από τις πιο ζωηρές και ενεργές μουσικές φαντασίες, αλλά με αυτό το δίσκο φαίνεται πως προσπαθεί να μείνει στη ιστορία της μουσικής παρά στο μυαλό μας. Αν το Just A Souvenir έγινε προκειμένου να το απολαύσει κανείς ή για να το θαυμάσει παραμένει ένα ανοιχτό θέμα τελικά… Η ιδιαίτερα γλαφυρή περιγραφή της συναυλίας, πηγή έμπνευσης κατά τον ίδιο, περισσότερο δικαιολογεί τις καλλιτεχνικές υπερβολές του Jenkison. Αποτέλεσμα είναι το άλμπουμ να μην μπορεί να παραμένει ακέραιο χωρίς το γκροτέσκ όραμα του δημιουργού του.
Τελικά ο δίσκο είναι ένα ενθύμιο, λαμπρό δε αλλά υπερβολικό. Είναι περισσότερο ένα επίτευγμα που μπορεί να χρησιμεύσει σαν αναφορά ή μνεία, για παράδειγμα στη jazz fusion. Το Just A Souvenir έχει ίσως τα προσόντα να γίνει κλασικό και μάλλον αυτός να είναι και ο σκοπός του. Κατά βάθος είναι ένα σουβενίρ, μία συλλογή από επιρροές ενός εκατονταετούς ταξιδιού jazz ιστορίας και μίας δεκάχρονης πορείας του Squarepusher.
Ο Tom Jenkinson αποδεικνύει με την πρόσφατη δουλειά του ότι ακόμα και σήμερα κανένας άλλος καλλιτέχνης δεν ακούγεται σαν κι αυτόν και είτε λόγω ταλέντου ή/και λόγω πρόθεσης, το Just A Souvenir αποτελεί μία ακουστική αλλά πάνω από όλα καλλιτεχνική πρόκληση και ένα ενδιαφέρον κομμάτι σύγχρονης μουσικής.
Squarepusher - Just a souvenir
2. The Coathanger
3. Open Society
4. A Real Woman
5. Delta-V
6. Aqueduct
7. Potential Govaner
8. Planet Gear
9. Tensor In Green
10.The Glass Road
11. Fluxgate
12. Duotone Moonbeam
13. Quadrature
14. Yes Sequitur
Για preview πατήστε εδώ
Δοκημάστε το εδώ
Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008
The Cinematic Orchestra - Ma Fleur: Ποίηση δεν είναι μόνο λόγια
Ο Martin Scorsese κάποτε μίλησε για το δέος που ένιωθε σαν παιδί, όταν το φως έβγαινε από τον κινηματογραφικό προβολέα ∙ η ιδέα ότι εκεί υπήρχε ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος, κλεισμένος στη μεμβράνη ενός φιλμ. Αν φανταστούμε το ηχόχρωμα αυτών των μαγικών στιγμών, δεν θα απείχε πάρα πολύ από τη στοιχειωμένη ομορφιά του άλμπουμ Everyday (2003) των Cinematic Orchestra. Ένας δίσκος που γνώρισε πολύ καλές κριτικές και εμπορική επιτυχία πουλώντας πάνω από 100.000 κομμάτια. Αυτά ίσως είναι αρκετά για να ιντριγκάρουν κάποιον που δεν έχει ακούσει ποτέ τον ήχο των TCO και ντροπή του…. Για τους μυημένους στην ηχοκρατορία της Ninja Tune (με ονόματα όπως Amon Tobin, Bonobo, Coldcut, The Herbaliser, Skalpel, και άλλους) οι συστάσεις μάλλον είναι περιττές.
Λίγο μετά την ολοκλήρωση του δίσκου Everyday, ο Jason Swinscoe, το πρόσωπο που βρίσκεται πίσω από τους TCO, μετακόμισε στο Παρίσι. Με συμβόλαιο στην πλέον καταξιωμένη, ανεξάρτητη εταιρία της Ninja Tune, άρχισε να δουλεύει με μουσικά όργανα που θα αποτελούσαν την βάση για το νέο άλμπουμ Ma Fleur. Στα πρώτα στάδια δημιουργίας έμοιαζε με ένα πορτ-πουρί συναισθημάτων, παρά ολοκληρωμένων κομματιών ∙ μία σειρά σχεδίων ή νοερών διαγραμμάτων των κατευθύνσεων που ήθελε να ακολουθήσει. Ένας τρόπος δημιουργίας άλλωστε που χαρακτηρίζει τον Swinscoe. Δεν περιορίστηκε όμως μόνο σ’ αυτό. Έχοντας τελειώσει μία πρόχειρη εκδοχή αρχές του 2005, την προώθησε σε ένα φίλο σεναριογράφο. Μετά από μερικές εβδομάδες σιγής έλαβε τα κείμενα μίας μικρής ιστορίας. Μέσα από αυτήν κάθε σκηνή παρίστανε διαφορετικές φάσεις της ζωής. Μία συστοιχία συναισθημάτων που υποστυλώνουν το ταξίδι από τη γέννηση έως το θάνατο. Ο Swinscoe έπειτα, βάσει των κειμένων δούλεψε πιο εντατικά στη μουσική και με τη σειρά του έδωσε το επεξεργασμένο υλικό πίσω στο σεναριογράφο. Αυτή η διαδικασία συνεχίστηκε αρκετές φορές δίνοντας την εικόνα καλλιτεχνικού project. Ένα έργο όπου μία αρχικά πρόχειρη αφήγηση προήλθε μέσα από κάποια μουσικά σκιαγραφήματα, τα οποία στη συνέχεια ωρίμασαν από μία λιγότερο πρόχειρη αφήγηση και η οποία…κάπου εδώ έχασα το δρόμο. Η ιδέα του Swinscoe ήταν να βασιστεί το Ma Fleur πάνω σε ένα υποθετικό σενάριο ταινίας για την οποία θα έπαιζε το ρόλο του soundtrack. Αυτό θυμίζει πολύ τη δημιουργική πορεία του άλμπουμ Man With A Movie Camera, αλλά με ακριβώς αντίστροφη σειρά… Το 2000 υπήρχε το έργο (ένα ομώνυμο ντοκιμαντέρ από το 1929 του πολωνού avant-garde σκηνοθέτη Dziga Vertov…). Τότε είχε ζητηθεί από τον Jason Swinscoe και την «κινηματογραφική» κομπανία μία νέα μουσική επένδυση για την ταινία. Αν και το ίδιο το soundtrack έγινε δίσκος πολλά από τα κομμάτια αποτέλεσαν την βάση για τη μεγάλη επιτυχία των TCO, το άλμπουμ Everyday.
Η ιδέα πίσω από τη δημιουργία του Ma Fleur δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί πρωτότυπη (έχει ξαναγίνει, πιστέψτε με…). Επίσης δεν ήταν κάτι εντελώς καινούργιο για τον Swinscoe. Ένα καινοφανής στοιχείο ήταν η αντίστροφη πορεία που έπρεπε να ακολουθηθεί σε σχέση με το Man With A Movie Camera. Το νέο άλμπουμ αποτέλεσε για τον Swinscoe μία σημαντική μουσική πρόκληση και αυτό φάνηκε τόσο στην επιλογή των φωνητικών όσο και στη σύνθεση.
Η αξιόλογη Fontella Bass, μία εξαιρετική soul φωνή, που είχε συνεργαστεί και στο παρελθών με τους TCO ήταν προφανές πως θα λάμβανε μέρος και σ’ αυτό το εγχείρημα. Η υποψήφια με Mercury award Lou Rhodes (frontwoman των Lamb) συμπληρώνει το cast. Τέλος ο Patrick Watson, ένας αξιοσημείωτος, αλλά άσημος τραγουδιστής από το Montreal, αποτελεί το πιο νέο μέλος του σχήματος.
Κύρια θέματα στο Ma Fleur είναι η απώλεια και ο έρωτας. Ο συναισθηματικά βαρύς χαρακτήρας του άλμπουμ φαίνεται τόσο μουσικά (είναι λίγο πιο μελαγχολικός από προηγούμενες δουλειές των TCO) όσο και στιχουργικά…βαρύς νταλκάς έχει πέσει. Ο Swinscoe παίζει με τη μουσική σαν να ήταν ποίηση και το κάνει με έναν πολύ λυρικό τρόπο. Όντας πλέον πολύ πιο ανοιχτός και δεκτικός με νέα είδη μουσικής, αποτύπωσε το μουσικό πλουραλισμό του και στο Ma Fleur.
Επειδή οι TCO φέρουν έτσι κι αλλιώς μία ποιότητα, δε θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το νέο δίσκο κακό, αλλά λίγο άοσμο ή μπερδεμένο. Ίσως η υπερβολική προσπάθεια για κάτι ποιοτικό και η μουσική «παρα(πολύ)φωνία» που χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτό, κουράζει παλαιότερους φίλους του σχήματος. Ο δίσκος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε jazz ούτε trip-hop, είναι όμως και πολύ δύσκολο να του δώσουμε κάποια ετικέτα. Αντίστροφα αν θέλαμε να πούμε τι δεν είναι θα απογοητεύσουμε παλαιότερους θαυμαστές των TCO. Δυστυχώς δε διακρίνεται πλέον το αισιόδοξο hip-hop και jazz στοιχείο (σήμα κατατεθέν των TCO). Για την ακρίβεια υπάρχουν πολύ λίγα uptempo κομμάτια στον Ma Fleur. Άλλες φορές η μουσική και οι στοίχοι προσπαθούν να μας κοιμίσουν (μα πάντα με έναν πολύ όμορφο τρόπο…). Μπορεί το αρχικό εγχείρημα του Swinscoe, να «σκηνοθετήσει» ένα δίσκο κινηματογραφικά, να αποτέλεσε τον κακό του δαίμονα και την αχίλλειο πτέρνα της προσπάθειας αυτής. Η αντίστροφη δημιουργική πορεία από αυτή του Man With A Movie Camera φαίνεται να είναι πολύ πιο δύσκολη. Θέλοντας ίσως να αποτυπώσει μουσικά την οπτική και ηχητική συνιστώσα ενός κινηματογραφικού ή θεατρικού δρώμενου, γεμίζει εμφατικά τη σύνθεσή του. Εξάλλου η υπέρθεση και συγχώνευση του «οπτικοακουστικού» ερεθίσματος σε ένα μουσικό μόνο πέρασμα ίσως να δημιουργεί απώλεια του μηνύματος που θα ήθελε να μεταδώσει ο καλλιτέχνης. Όχι βέβαια ότι αποτυγχάνει εντελώς. Ακόμα και η ίδια προσπάθεια είναι αξιόλογη. Αλλά ο Swinscoe δεν είναι σκηνοθέτης και ίσως για αυτό να μας αρέσει… Ανήκει στους πλέον μη-συμβατικούς μουσικούς της γενιάς του, τόσο ως προς τον τρόπο που προσεγγίζει τη μουσική, όσο προς την ζεύξη που κάνει μεταξύ των πιο σύγχρονων μουσικών κινημάτων. Στο Ma Fleur αναδεικνύει το μουσικό λυρισμό του και την ικανότητα να ερμηνεύει με μουσική μικρά ποιήματα της ζωή. Άλλωστε ποίηση δεν είναι μόνο λόγια.
Προτείνω λοιπόν να ανακαλύψουμε τους TCO από την αρχή, με ένα όχι και τόσο «κινηματογραφικό» ηχοτόπιο. Είτε πρόκειται λοιπόν, για λάτρεις των TCO, είτε για αρχάριους που θέλουν να βυθιστούν στις μελαγχολικές δύνες του Ma Fleur, ο δίσκος αυτός αποτελεί μάλλον κάτι που θα μάθουν να αγαπήσουν παρά έναν έρωτα που έχασαν ή δεν είχαν ποτέ νιώσει…
The Cinematic Orchestra - Ma Fleur
1. To Build A Home
2. Familiar Ground
3. Child Song
4. Music Box
5. Prelude
6. As The Stars Fall
7. Into You
8. Ma Fleur
9. Breathe
10. That Home
11. Time And Space
Για preview πατήστε εδώ
Δοκημάστε το εδώ